26.1.16

Action (Τραβ) Εστί


(Εναλλακτικός τίτλος)

               Αυτό είναι το πρώτο άρθρο της νέας μου κατηγορίας και βγήκε λίγο περισσότερο "Too long, didn't read", αλλά είναι μία ιστορία που έπρεπε να ειπωθεί. Προσοχή όμως, δεν είναι για όλους. Όποιος προσβάλλεται εύκολα. Όποιος είναι τόσο πολίτικλι κορέκτ, που είναι λάθος. Όποιος ξενερώνει με ανέκδοτα που βασίζονται σε στερεότυπα, που σατιρίζουν Θρησκείες, επαγγέλματα, φυσικές αναπηρίες, σεξουαλικές προτιμήσεις, εθνικότητες και γενικά δεν έχουν ιερό και όσιο. Όποια πιστεύει ότι η πίπα, υποβιβάζει τη γυναίκα και όποιος φοβάται, μη του βγει ο γιος πούστης, επειδή έπλυνε ένα πιάτο. Να το διαβάσει, αλλά να μην μου κάνει σχόλια για ρατσισμούς, ομοφοβίες, σεξισμούς, φαλλοκρατισμούς και λοιπά απαράδεκτα στη συμπεριφορά, αλλά παραδεκτά στο ακομπλεξάριστο χιούμορ.



               Ένα καλοκαιράκι πριν λίγα χρόνια, είχα βγει με μία φίλη στο κέντρο της Αθήνας για ένα, δύο, τρία ποτά. Δεν θυμάμαι ακριβώς τι μέρα ήταν, ούτε τι ώρα. Βασικά δεν θυμάμαι ούτε ποια χρονιά (ε τι θυμάσαι πια από τη γαμωιστορία; Δεν ξεκινάς καθόλου καλά), αλλά το διαλύσαμε σχετικά αργά, οπότε παίζει να ήταν Παρασκευή ή Σάββατο. Μετά την έξοδο λοιπόν, πηγαίνω με το καρούλι μου, τη φίλη μου στο σπίτι της και όταν φτάνουμε, σηκώνω τις ασφάλειες, για να μπορέσει να ανοίξει την πόρτα και αυτό ήταν το μεγάλο μου λάθος, ή μάλλον όχι αυτό καθαυτό, αλλά το ότι μετά ξέχασα να τις κατεβάσω. Βλέπετε, το αυτοκίνητό μου έχει κεντρικό κλείδωμα, το οποίο έχει χαλάσει, με αποτέλεσμα όλες οι πόρτες, να κλειδώνουν και να ξεκλειδώνουν, μόνο από την ασφάλεια της πόρτας του οδηγού. Αν δηλαδή η φίλη μου, σήκωνε την ασφάλεια και δοκίμαζε να ανοίξει την πόρτα, θα τη χτυπούσε το ρεύμα και θα έμενε αναίσθητη …Χα! Όχι, πλάκα κάνω. Απλά θα της έμενε η ασφάλεια στο χέρι και δεν θα άνοιγε η πόρτα, με τίποτα. Θα έπρεπε να σηκώσω τη δική μου ασφάλεια, για να ανοίξει και η πόρτα του συνοδηγού, ή μία από τις πίσω πόρτες. H άλλη δεν ανοίγει ούτε από εμένα, ανοίγει μόνο απ' έξω (αμάξι παγίδα, σαν του Κερτ Ράσελ στο Ντεθ Προυφ). Έτσι λοιπόν, σήκωσα τις ασφάλειες για να βγει και μετά ξέχασα να τις κατεβάσω. Πάντα οδηγώ με κλειδωμένες πόρτες και τη μία και μοναδική φορά που κυκλοφόρησα με ξεκλείδωτες, μου έτυχε αυτό (ε τι σου έτυχε πια; Μας γκάστρωσες)!
(Το κάρο της δουλειάς)
(Το κάρο της χαράς)

               Όπως φεύγω από τον Καρέα και κατεβαίνω την άδεια από κυκλοφορία Λεωφ. Παναγούλη. Βλέπω στο τέλος του δρόμου, λίγο μετά το φανάρι, στη διασταύρωση, εκεί που αλλάζει όνομα ο δρόμος και γίνεται Λεωφ. Δημοκρατίας (εδώ ακριβώς), να βγαίνει στο δρόμο τρεκλίζοντας και παραπατώντας, μία δεσποινίς κρατώντας την κοιλιάς της, σαν να την έχει πιάσει τσιρλί, να την έχει πάει Μίλκο και να κρατιέται με το ζόρι, μην ξεράσει από τον κώλο, εκεί όπως είναι, στη μέση του δρόμου, ή απλά, σαν να την έχουν μαχαιρώσει. Όσο πλησιάζω, παρατηρώ ότι είναι ημίγυμνη και ξυπόλητη, μιλάμε η τύπισσα φορούσε μόνο ένα έιτιζ κορμάκι και ζαρτιέρες. Εκείνη τη στιγμή, βγαίνει από ένα στενό, μία μηχανή με δύο τύπους επάνω και η τύπισσα πηγαίνει προς το μέρος τους, να τους πει κάτι, αλλά ο τύπος γκαζώνει με τη μία και φεύγουν πανικόβλητοι, περνώντας παραλίγο από πάνω της. Επόμενος στη σειρά ήμουν εγώ, μιας και δεν κυκλοφορούσε ψυχή στο δρόμο, είτε σε όχημα, είτε πεζή. Ήθελα δέκα δευτερόλεπτα να φτάσω στο φανάρι, που με περίμενε το κορίτσι και σκεφτόμουν τι να κάνω. Να σταματήσω; Να μη σταματήσω; Χρειάζεται όντως βοήθεια ή είναι καμία παλαβή, που με αυτόν τον τρόπο ξεγελάει τα θύματά της; Ξέρω πολλές ταινίες, που έχουν μία τέτοια σκηνή και δεν ήθελα να τη ζήσω. Ευτυχώς ή δυστυχώς, δεν χρειάστηκε ποτέ να πάρω αυτήν την απόφαση, επειδή η μοίρα αποφάσισε για μένα. Όσο ήμουν κοσμάρα και σκεφτόμουν όλα τα πιθανά σενάρια, το φανάρι είχε κιτρινίσει και λίγο πριν φτάσω, γίνεται κόκκινο και σταματώ αναγκαστικά (1-0).
               Έρχεται η δεσποινίς κουτσαίνοντας, πέφτει μπροστά στο καπό του αυτοκινήτου, σηκώνει το κεφάλι της να με κοιτάξει με τρομοκρατημένο βλέμμα και όταν το νυκτερινό, δροσερό, αεράκι του καλοκαιριού, παίρνει από το πρόσωπό της τα μακριά, μαύρα της μαλλιά. Βλέπω ότι δεν είναι μία τρυφερή, εύθραυστη δεκαοχτούρα με σπασμένο φτερό, αλλά ένας χοντρός, 40άρης, Πακιστανός, συνδυασμός Νατάσα Γερασιμίδου με Τζιν Σίμονς (ο μπασίστας των ΚΙΣΣ, χωρίς το μέικ απ) και μου λέει με δραματικό ύφος, σαν τη Μάρθα Βούρτση του Μπόλιγουντ, "Βοίτια τσε παρακαλό! Με κινιγκάι! Τα με τσκοτόσι!". Σιετ τζαστ γκατ ρίαλ! Θα ήθελα πολύ, να έβλεπα τη μούρη μου εκείνη τη στιγμή (κι εγώ). Μιλάμε μου ήρθαν στο μυαλό, όλες οι ταινίες με σίριαλ κίλερ που έχω δει και είπα να μην κάνω, ότι κάνουν οι πρωταγωνιστές σε αυτές τις περιπτώσεις και καταλήγουν ξεκοιλιασμένοι και κρεμασμένοι από τα κωλάντερά τους. Θυμάστε τι έκανε η Καίτη Φίνου, στο "Μάντεψε τι κάνω τα βράδια", ή ο Τίτος Βανδής στο "ΠΡΟΣΟΧΗ! ΚΙΝΔΥΝΟΣ". Παρ' όλα αυτά, δεν κατάφερα να ξεφύγω από το σενάριο.
(Αυτός ακριβώς)

               Η τύπισσα, ή ο τύπος τέλος πάντων, έρχεται στο παράθυρο του οδηγού και μου λέει σε άπταιστα Πακπικπάκ, ότι κάποιοι τον χτύπησαν και τον κυνηγούν να τον σκοτώσουν (ειδικά το τελευταίο, έκανε την αραχνοαίσθησή μου, να χτυπήσει κόκκινο) και ήθελε να τον πάρω (στο αμάξι, ...με το αμάξι) γρήγορα από εκεί. Δεν θυμάμαι αν μου είπε συγκεκριμένα ότι τον μαχαίρωσαν, ή απλά ότι έπαθε διάτρηση στομάχου, μετά από μία νύχτα κραιπάλης με κεμπάπ και πί(π)τες Καισαρείας. Πάντως συνέχιζε να κρατάει σφιχτά την κοιλιά του και να περπατάει σκυμμένος. Του εξήγησα, ότι δεν υπάρχει περίπτωση να γίνει κάτι τέτοιο και ότι αν θέλει, μπορώ να πάρω τηλέφωνο και να φωνάξω ένα ασθενοφόρο, ή την αστυνομία (σώθηκε τώρα). Κάπου εκεί άρχισε να μου φιλάει το χέρι (καλοκαίρι ήταν, είχα ανοιχτό παράθυρο. Το χέρι το έκοψα αμέσως μετά και πλέον είμαι μονόχειρας. Αυτό όμως ζει ακόμα και με αναζητεί, στοιχειωμένο από τα φιλιά της Σεχραζάτ) και να μου λέει "Τσε παρακαλό αγκάπι μου" και "Ίνε τρελό! Τα με τσκοτόσι" και εγώ όλο να κοιτάζω το φανάρι, πότε θα γίνει πράσινο.
(Να τι θα μπορούσε να έχει συμβεί στο φίλο μας, σε αυτήν την επική σκηνή από το Infernal Rapist. Τίτλος ταινίας που θα μπορούσε να είναι και όνομα θρασοντέθ μέταλ μπάντας δεκαετίας '80)

               Κάπου εκεί, ανάμεσα στα "Αγκάπι μου" και τα φιλιά, τον βλέπω να κάνει βήματα προς το πίσω μέρος του αυτοκινήτου και την ψιλιάζομαι. Συνειδητοποιώ ότι έχω ξεχάσει τις ασφάλειες ανοιχτές και με το που σηκώνω το χέρι να κατεβάσω την κεντρική ασφάλεια, προλαβαίνει ο πούστης (;) και κάνει ένα Χχφστ! Σαν Κόμπρα! Απλώνει το χέρι του, ανοίγει την πίσω πόρτα, μπαίνει μέσα και στρογγυλοκάθεται στο πίσω κάθισμα, ακριβώς από πίσω μου! Να μην μπορώ να τον δω, ούτε από τον καθρέφτη! Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα να κάνω, είναι να βγω και να τον πετάξω έξω, αλλά μετά σκέφτηκα και άλλα χαζά. Όπως το ότι αν βγω, μπορεί να πάρει το αμάξι και να φύγει, ή ότι μέχρι να τον βγάλω έξω (τον Πακοτράβελο), θα φτάσει το "Ίνε τρελό! Τέλι να με τσκοτότσι!", ή ότι μήπως τελικά είναι ακίνδυνος και χρειάζεται βοήθεια (είχε αρχίσει και τα "Εφκαριστό αγκάπι μου" και τα "Ιιιιι" και τις μύξες), ή το φανάρι που έγινε πράσινο (γάμα το φανάρι επιτέλους) και έπρεπε να ξεκινήσω κάποια στιγμή και τέλος πάντων, μπήκε που μπήκε στο αμάξι ο μαλάκας, ίσως είναι καλύτερα να πατήσω γκάζι και να φύγω.
               Έτσι κι έγινε και βρέθηκα να οδηγώ στην Αθήνα, μαζί με τον Τζιν Σίμονς στο πίσω κάθισμα, ντυμένο Βίνα Ασίκη, να φοράει μόνο ένα στρινγκοκορμάκι και το άρωμά του. Με το μέικ απ του, να έχει γίνει σαν του Χιθ Λέντζερ, στο ρόλο του Τζόκερ και την ταλαιπωρημένη κωλοτρυπίδα του (από τα μπαχάρια, μην πηγαίνει στο πονηρό ο νους σας), να τρίβεται στο κάθισμα του αυτοκινήτου και να το κολλάει ότι μαλάκιο και οστρακόδερμο έχει ψαρέψει στην τράτα του, από τις εφτά θάλασσες του Σεβάχ (του θαλασσινού). Επίσης υπήρχε και η περίπτωση, ο άνθρωπος να αιμορραγεί και να αργοπεθαίνει στο πίσω κάθισμα, αλλά κράταγα και μία ...πισινή για το συγκεκριμένο. Όπως και να έχει, σκεφτόμουν ότι θα είμαι ο πρώτος, που θα πάει το αμάξι του για εξετάσεις HIV. Εν τω μεταξύ, οδηγούσα κολλημένος στο τιμόνι, με τα μάτια μου στον καθρέφτη, επειδή φοβόμουν κιόλας, μην μου καρφώσει τίποτα από πίσω (όχι το Σουτζούκι του, αλλά κάνα κατσαβίδι, ξέρω 'γω, "και που θα το είχε κρυμμένο το κατσαβίδι ρε φίλε; Στον κώλο του;", ξέρω 'γω;), ή μήπως με στραγγαλίσει με καμία χορδή πιάνου ή με καμία πολύ μακριά και χοντρή ...πουτσότριχα. Πως επιτέθηκε ο Ντέξτερ στον παιδεραστή ιερέα, μέσα στο αμάξι του, στο πρώτο επεισόδιο της πρώτης σεζόν;

(Έτσι ακριβώς)

               Δεν θυμάμαι ποιος το πρότεινε, αλλά είπαμε να τον πάω κάπου να πάρει ένα ταξί, δυστυχώς όμως, δεν υπήρχε πουθενά ταξί. Μετά από λίγο του λέω "Θα σε πάω μέχρι την πλατεία πιο κάτω, εκεί θα έχει ταξί", "Εφκαριστό αγκάπι μου", μου λέει. Φτάνουμε στην πλατεία και τι να δω; Όχι ταξί δεν υπήρχε, ούτε άνθρωπος, ούτε κατσαρίδα. Του λέω "Καλά, θα σε πάω μέχρι την Ηλιουπόλεως, εκεί θα βρεις σίγουρα ταξί, …του πούστη", "Ναι αγκάπι μου" μου λέει (καμία μου γκόμενα, δεν με έχει πει αγάπη της, τόσες φορές σε μία μέρα).

               Συνεχίζουμε τη βολτούλα μας, ξημερώματα Κυριακής και βλέπω από τον καθρέφτη, μία μαύρη Μπεμβέ δεκαετίας 80' (το κλασικό μοντέλο που έχουν όλοι οι Βαλκανόγυφτοι μαφιόζοι), να έρχεται από πίσω μου γαμιώντας και με λούζει κρύος ιδρώτας. Λέω από μέσα μου, έχει πλάκα τώρα να είναι το "Ίνε τρελό!" και να παίξουμε κυνηγητό, μπέμπα, Χιουντάι Άτος, για τα μάτια του Σαλώμη. Έρχεται δίπλα μου η μπέμπα και βλέπω μέσα, δύο ξεβαμμένους κοκκινολαίμηδες Κουστουρίτσα. Με κοιτάζουν κι αυτοί και λέω "'Νταξ'", έχουνε βγάλει τα Καλάσνικοφ και μας έχουν γα...ζώσει κανονικά και με έχουνε στείλει στον τάφο, μαζί με τον γέροντα Τραβέλιο και τι θα σκεφτεί η μάνα μου μετά. Θα πρέπει να γυρίσω από τους νεκρούς, για να πω το "Όχι δεν είναι αυτό που νομίζεις" και θα έχω άλλα ντράβαλα, με αγιασμούς, εξορκισμούς και Κοστπάστερς. Οι τύποι με κοιτάνε με γλαρωμένο βλέμμα και με προσπερνάνε σαν σταματημένο και απλά εύχομαι, να μην τραβήξουν χειρόφρενο να κάνουν κωλιά 180 μοιρών, με τα Ούζι στο χέρι. Ευτυχώς δεν κάνουν τίποτα και υποθέτω ότι στούκαραν λίγο πιο κάτω.
"Μου πίρε το πουτάνα; Τσε τσκοτόσο!

               Με αυτά και με αυτά, φτάνουμε Ηλιουπόλεως και σταματάω με αλάρμ. Ευτυχώς εκεί είχε κίνηση και τα ταξί περνούσαν το ένα, μετά το άλλο. "Φτάσαμε, κατέβα" του λέω, "Όκι", μου λέει (γουάτ δεφάκ), τι όχι; και μου σηκώνεται …η τρίχα κάγκελο. Ρε κατέβα του λέω να πάρεις ένα ταξί, έχει φώτα, κίνηση, μη φοβάσαι, "Όκι" μου ξαναλέει και συμπληρώνει "Πίγκενέ με, τσπίτι". Ε, ρε πούστη μου (λέω από μέσα μου), μία φορά πας να κάνεις τον καλό και πάνε να σε γαμήσουν και εκείνη τη στιγμή, βλέπω ένα μπατσικό, να έρχεται από πίσω μου και με ξαναλούζει κρύος ιδρώτας. "Όχι ρε πούστη μου" ξαναλέω και σκέφτομαι, ότι έτσι όπως με πάει σήμερα, δεν θέλει και πολύ να τον πάρουνε χαμπάρι και να σταματήσουν. Χίλιες φορές να με έτρωγαν Μπορς οι Γκόπνικ, θα γλίτωνα την ντροπή. Σκέψου τώρα (εγώ δηλαδή), να σταματήσουν, να τη δουν και αυτή μαύρη ...στο ξύλο, να τους τα λέει Πάκμαν, να πάνε να τη βγάλουν έξω (αυτήν, από το αμάξι) και να μην ανοίγουν οι πόρτες. Άντε να τους πείσω μετά, ότι δεν την ψώνισα και δεν είμαι ο μανιακός, με το αυτοκίνητο φάκα. Θα με έπαιρναν στο αυτόφωρο, θα μου έκαναν φάκελο και θα ήμουν ο νούμερο ένα ύποπτος, για το Δράκο του Καρέα! Να, τα εξώφυλλα στις εφημερίδες μετά, με τη μάπα μου, κάτω από τον τίτλο "Συνελήφθη ο Δράκος του Καρέα" και από κάτω η μάπα του Αρμενιάν, με λεζάντα, "Το θύμα που γλύτωσε τελευταία στιγμή, από τις διεστραμμένες ορέξεις του ανθρωπόμορφου κτήνους". Εγκεφαλικό θα πάθαινε η μάνα μου, θα νόμιζε ότι φταίνε οι ταινίες τρόμου και το Χεβιμέταλ που άκουγα μικρός και θα μου έλεγε "Στα έλεγα εγώ!". Στο δικαστήριο θα με έβγαζαν ψυχασθενή και θα κατέληγα λοβοτομημένος, ισόβια σε κάποιο ψυχιατρικό ίδρυμα, να κοπανάω το κεφάλι μου στον τοίχο και να μου τρέχουν τα σάλια. Αναρωτιέμαι ποιοι φίλοι μου, θα πίστευαν ότι είμαι αθώος, ποιοι ένοχος και ποιοι θα με επισκέπτονταν. Το κορίτσι μου, θα με ήθελε ακόμα ή θα με χώριζε; Ο Τσοχατζόπουλος δεν τη χώρισε τη Βίκυ τη Σταμάτη. Λέμε, είδα τα επόμενα δέκα χρόνια, σε δέκα δευτερόλεπτα. Ευτυχώς, στάθηκα τυχερός στην ατυχία μου (κλασικά) και οι μπάτσοι, προσπέρασαν αδιάφορα, χωρίς να κουνήσουν βλέφαρο.
"Δεν είμαι μανιακός κύριε Αστυφύλακα, το ορκίζομαι"

               Και συνεχίζω, "Τι σπίτι σου ρε;", του λέω, "Δεν πάω πιο κάτω", "Ντεν ίνε μακριά", μου λέει, "Τστα Έβερετστ", "Ποια Έβερεστ; Σε κάθε γωνία έχει και από ένα Έβερεστ" του λέω (άσε που θα είναι γεμάτο μπάτσους), "Τστα Έβερετστ, τστιν Ομόνια" μου λέει. Χα! Τώρα δέσαμε. Δεν υπάρχει περίπτωση (καλά, έτσι είπες και πριν) να πάω Ομόνοια, ξημερώματα, πιωμένος, με ένα τραβέλι στο πίσω κάθισμα, του ανασφάλιστου κάρου μου. "Δεν μπορώ" του λέω, "Καταρχάς, εδώ πιο κάτω στρίβω, για να πάω σπίτι μου και δεν έχω και βενζίνη" (όντως δεν είχα). Άρχισε πάλι τα "Αγκάπι μου" και τα "Τα τσέκι καλά το Τεό", του λέω "Δεν γίνεται, κατέβα να σταματήσεις ένα ταξί", "Τσταμάτα το ετσί" μου λέει.
               Δεν είμαι σίγουρος αν μου το είπε αυτός, ή αν το σταμάτησα από μόνος μου, επειδή απελπίστηκα, λίγη σημασία έχει. Βλέπω ένα ταξί, του κάνω νόημα και ευτυχώς σταματάει δίπλα στο μαγαρισμένο πλέον, αυτοκινητάκι μου. Πάει να ανοίξει την πόρτα, η γυναικάρα από το Κιλκίς και κλασικά, δεν ανοίγει η πόρτα. "Ωχ!" λέω, θα νομίζει ότι τον έχω κλειδώσει μέσα, θα τον πιάσει καμία υστερία, θα αρχίσει να ουρλιάζει "Βοίτια! Ίνε τρελό!" και άντε ξανά μανά, να εξηγήσω. Βγαίνω γρήγορα έξω, να προλάβω τη συμφορά και της ανοίγω και την πόρτα της Σουλτάνας, να βγει σαν Κυρία με κάπα κεφαλαίο και  εγώ, κύριος ήρθα, κύριος να φύγω.

    
               Με ευχαριστεί ο άνθρωπος, μου δίνει τις "εφκές" του και τις "αγκάπες" του και βγαίνει ο φουκαράς, ξυπόλητος στην άσφαλτο, με το σκισμένο διχτυωτό καλσόν, να μπει στο ταξί. Μπαίνω κι εγώ στο δικό μου και παίρνουμε δρόμους παράλληλους. Έλα μου όμως που ο ταρίφας δεν ξεκίναγε. Σταματάω λίγο πιο κάτω, να δω τι θα γίνει. Λέω, κοίτα να δεις, που θα τον πετάξει έξω ο ταρίφας. Κοίτα να δεις, που θα τον χρεωθώ. Κοίτα να δεις, που τελικά θα τον πάω σπίτι του, θα τον ανεβάσω πάνω (ή θα τον κατεβάσω κάτω), θα τον βάλω στο κρεββάτι, θα τον σκεπάσω και θα του πω και τη σταχτοπούτα(να), να τον πάρει ο ...ύπνος. Ευτυχώς, μετά από λίγο ξεκίνησε το ταξί και έφυγε η ευθύνη από πάνω μου. Τώρα ήταν ευθύνη του ταρίφα, να τον πάει στη Μόρντορ. Βέβαια ο τύπος, αποκλείεται να είχε λεφτά πάνω του, εκτός αν τα είχε κάπου κρυμμένα, π.χ στη σάρκινη τσέπη. Ή θα έλεγε του ταρίφα, να περιμένει έξω από το σπίτι, μέχρι να του τα φέρει (τα λεφτά), ή θα πλήρωνε σε είδος, αν ο ταρίφας τιμούσε το επάγγελμά του και ήταν σωστός Ελληναράς, με τσιγκελωτό μουστάκι και την Παναγία στο ταμπλό, ή μπορεί να καθάριζε ο νταβατζής. Δεν ξέρω, δεν με νοιάζει, τέλος καλό, όλα καλά.
"Δεν έχεις για την ταρίφα; Κανένα πρόβλημα, ο Μήτσος έχει μεγάλη ...καρδιά"

               Μετά από λίγο βγήκε ο ήλιος κι εγώ έφτασα επιτέλους στη γειτονιά μου. Παρκάρω, τσεκάρω το πίσω κάθισμα για αίματα και ευτυχώς δεν είχε. Μόνο κάτι πεταλίδες είχε κολλημένες στην ταπετσαρία και τις άφησα εκεί για να μυρίζει θάλασσα το αμάξι. Πάω να μπω μέσα στο σπίτι και βλέπω στην είσοδο, ένα Χριστιανικό βιβλίο πεταμένο στα σκαλιά (τυχαίο;). Είχε εξώφυλλο το Χριστό, ή την Παναγία, μπορεί και τους δύο και τίτλο κάτι για την αγάπη του Χριστού, τύπου "Άσε το Χριστό, να μπει μέσα σου". To σήκωσα και κοίταξα πίσω μου, μήπως με παρακολουθεί κανείς, ο σκηνοθέτης ας πούμε, για να πει "Κατ" και να πέσουν οι τίτλοι τέλους. Αν ήταν ταινία, θα ήταν τρελό εξπλοϊτέισον, με πολύ ξύλο, πιστολίδι, βιασμούς, κυνηγητό με αυτοκίνητα, κυνηγητό με μηχανές, κυνηγητό με τα πόδια, βρώμικους μπάτσους, συμμορίες, πολύ αίμα και πολύ γυμνό και σαχλούς, κακοντουμπλαρισμένους διαλόγους. Δηλαδή και γαμώ τις ταινίες! Θα μπορούσε όμως, να είναι και ρομαντική ταινία, με όλο αυτό, να είναι αφορμή, για την αρχή ενός απαγορευμένου και επικίνδυνου έρωτα, γεμάτου πάθος και τεστοστερόνη, που θα οδηγούσε σε χάπι εντ, με σύμφωνο συμβίωσης και την υιοθέτηση δύο παιδιών, του Κάρυ και της Δάφνης. Ένα παιδί κι ένα κορίτσι, ώστε στο σίκουελ 15 χρόνια μετά, να μπορέσουν να ζήσουν και αυτά τον απαγορευμένο μεν, αλλά στρέιτ δε, έρωτά τους, για να μεγαλώσουν το φυσικό καρπό του, με την υποστήριξη τη δική μου και του Σεχραζάτ (πλάκα, πλάκα, δεν μάθαμε ο ένας το όνομα του άλλου), κάτι που οι γονείς τους είχαν στερηθεί. Πολύ καλό.
Read More »

19.1.16

Νέα Στήλη!

          Πως σας μπήκε το 2016 (έτσι! 1-0); Το κακό με τις νέες χρονιές, είναι ότι κάθε χρόνος που μπαίνει, είναι μεγαλύτερος από το χρόνο που βγαίνει (τι έγραψες τώρα; Σβήσε το). Λοιπόν, το πρώτο σημαντικό νέο της νέας χρονιάς, είναι ότι θα κάνω νέα στήλη και μαντέψτε, δε θα έχει καμία σχέση με ταινίες (πάλι δε θα γράψεις για ταινία; Με κούρασες, βαρέθηκα)! "Λάθος Ταινίες Από Τη Ζωή Βγαλμένες" ή "Λάθος Ιστορίες" ή "Λάθος Γεγονότα" (όπως Μέγκα Γεγονότα) ή "Σαν Σε Λάθος Ταινία" ή "Λάθη Γενικά" ή, ή, ή δεν ξέρω, δεν έχω αποφασίσει ακόμα, θα δω.
(Μπράβο!)

          Θα έχετε παρατηρήσει ότι μερικές φορές που σχολιάζω κάποια ταινία, γράφω μαζί και άσχετες  ιστορίες, που μου έρχονται συνειρμικά στο νου (που;). Δυστυχώς αυτές τις ιστορίες, τις θυμάμαι μόνο αν μου τις θυμίσει κάποιος, ή κάτι και κάθε φορά με λιγότερες λεπτομέρειες (Άνοια το λένε ή κοινώς, μαλάκυνση εγκεφάλου). Πολύ φοβάμαι ότι θα έρθει η στιγμή, που δεν θα τις θυμάμαι καθόλου και τι θα έχω να λέω μετά στα εγγόνια μου, μεθυσμένος μπροστά  από το τζάκι; Τίποτα, να μάθουν να διαβάζουν, να τις διαβάσουν στο μπλογκ. Γιατί λοιπόν, να μην τους δώσω τη δική τους στήλη (γι' αυτό! 2-0);
          "Και γιατί δεν κάνεις άλλο μπλογκ να λες τα παραμύθια σου, που τα έχουμε γραμμένα στην παλιά μας την παπούτσα και να μας αφήσεις με τα ταινιάκια της κακιάς ώρας;" θα μπορούσε να πει κάποιος γκρινιάρης και κακεντρεχής (δηλαδή εγώ). Θα σου πω γιατί (γιατί κλάνει το γατί). Η αλήθεια είναι ότι το σκέφτηκα, αλλά γιατί να μπω στη διαδικασία αυτή, αφού τα έχω εδώ, όλα έτοιμα, υπάρχει σοβαρός λόγος; Έτσι κι αλλιώς το μπλογκ είναι ασόβαρο, δεν μπαίνει κανείς για να διαβάσει εμπεριστατωμένες κριτικές, στα άπατα αναλυμένες και έχω ήδη άλλες στήλες, άσχετες με ταινίες. Ε, ας προσθέσω άλλη μία, δεν χάθηκε ο κόσμος (χάθηκε!).
          Με λίγα λόγια, σιγά σιγά το μπλογκ αλλάζει. Σε λίγο δεν θα έχει καμία σχέση με τον τίτλο και την περιγραφή, και θα καταντήσω να γράφω από συνταγές μαγικής μαγειρικής, "Φτιάχνουμε τον τραχανά όπως το ξέρουμε, από μία κοινή συνταγή του Τσελεμεντέ και προσθέτουμε, τρεις τρίχες από αρχίδι σπανού, νάνου μπασκετμπολίστα. Ξύσμα από τρίποδι ρίζα Μαντραγόρι και δύο λέπια φρέσκου Λούτσου και λέμε «άμπρα κατάμπρα, αχ κάνε μου να βρω, έναν άντρα», σε προφητείες καταστροφής, "Το 2016, θα πεθάνουν σε ηλικία θανάτου, αφού θα έχουν ζήσει σαν βασιλιάδες, όλοι οι διάσημοι χωρίς σοβαρό λόγο (δηλαδή καλλιτέχνες), που δεν γνωρίσαμε ποτέ προσωπικά, αλλά θα στεναχωριόμαστε πολύ, σαν να έφυγαν νέοι, αδικημένοι και πολύ μας, αγαπημένοι!" και από μηδενιστικά μανιφιέστα, σε απειλητικές ή απαγωγικές επιστολές στον εαυτό μου, "Με έχω απαγάγει, αν με θέλω πίσω ασφαλή, πρέπει να μου δώσω ένα εκατομμύριο ευρώ (Θεέ μου, δεν τα έχω, τι θα κάνω;), αλλιώς θα μου στέλνω ένα κομμάτι μου, κάθε εβδομάδα που θα καθυστερούν τα λύτρα. Αν τολμήσω να επικοινωνήσω με την Αστυνομία, θα με σκοτώσω. Με παρακολουθώ και ξέρω την κάθε μου κίνηση".
          Μάλιστα σκέφτηκα να βγάλω και το "Ταινίες" από το "Λάθος Ταινίες", αλλά θα πρέπει να αλλάξω και το μπαγκράουντ και δεν έχω το φώτοσοπ, στο νετμπουκάκι που γράφω τώρα. Δεν νομίζω να χωράει κιόλας. Μια φορά πήγα να του βάλω το Ιλουστρέιτορ CS3 και μου έβγαζε μηνύματα τύπου "Μη, βγάλτο, δε χωράει" - "Κάτσε λίγο να το προσπαθήσουμε" - "Δεν μπαίνει σου λέω, θα πονέσω!". Ε, και τι να κάνω; Να του φτύσω τον επεξεργαστή; Να λιπάνω τις μνήμες; Θα το χαλάσω και δεν λέει, πάνω που έβαλα διαδίκτυο μετά από σχεδόν δύο μήνες, να μείνω χωρίς κομπιούτερ. Πόσα να αντέξω πια (τόσα! 3-0);
          Εννοείται ότι δεν θα αφήσω τις ταινίες στην άκρη, αλλά τους τελευταίους δύο μήνες, οι ταινίες που έχω δει είναι ελάχιστες. Έχω δει κάποιες που θέλω να σχολιάσω, όπως τα The Editor, Cooties, Turbo Kid. Kάποιες που έχω αφήσει στη μέση από παλιά (Carne, με το σίκουελ Seul Contre Tous,  Ex-Drummer, New Kids Turbo και το σίκουελ New Kids Nitro) και κάποιες άλλες που θέλω να δω και νομίζω, είναι άξιες σχολιασμού (Plemya, Green Room, Landmine Goes Click, He Never Died με το Henry Rollins, κ.α), δηλαδή καμένες. Αφήστε που έχω μαζέψει κι άλλο υλικό, από τα στατιστικά του μπλογκ, για το "Λάθος Αναζητήσεις". Πάλι μαλακίες ψάχνετε, όποτε μπαίνετε στον κυβερνοχώρο και πέφτετε πάνω μου, έλεος. Τώρα με ποια σειρά και πότε θα γίνουν όλα αυτά, δεν ξέρω και δεν με νοιάζει, και αν όντως νοιάζει κάποιον από εσάς, να πάει να το κοιτάξει, είναι σοβαρό.
Read More »