4.11.16

Καλύτερα Να σου Καεί, Παρά Να Σου Σκουριάσει.

"Επεισόδια ξέσπασαν το βράδυ της Τρίτης στα Εξάρχεια μετά την ολοκλήρωση της ειρηνικής πορείας αλληλεγγύης για τον Νίκο Ρωμανό που ξεκίνησε από την πλατεία Μοναστηρακίου"

            Πριν δύο χρόνια, ήξερα ότι θα έχει πορεία, αλλά σκέφτηκα ότι στο Μοναστηράκι είναι, δεν νομίζω να γίνουν μπάχαλα και δεν νομίζω να καταλήξει στα Εξάρχεια. Όλο νομίζω κι όλο λάθος κάνω.
            Είχα κανονίσει με τα παιδιά να βρεθούμε Εξάρχεια για καμία μπιρίτσα στο χαλαρό. Πρώτα θα βρισκόμουν εγώ με τη Μαρία, επειδή η Μαρία δούλευε εκεί κοντά και σχόλαγε νωρίς και μετά θα μας έβρισκαν οι άλλοι που ερχόντουσαν από μακριά. Μπαίνω λοιπόν περίχαρος στο καρούλι μου και τσούκου τσούκου με τσουλάει μέχρι την Κωλέττη όπου και το παρκάρω έξω από τον Ηράκλειτο και λίγο πριν το "Παρακμιακό", το οποίο είναι το αγαπημένο μου ταβερνάκι των Εξαρχείων και φυσικά δεν λέγεται "Παρακμιακό" αλλά Δούρειος Ίππος. Το χαϊδευτικό αυτό μπορεί να ακούγεται κακό, αλλά εμείς το λέγαμε για καλό, επειδή μοιάζει να έχει βγει από παλιά Ελληνική ταινία και επειδή όταν ξεκινήσαμε να πηγαίνουμε κανείς δεν θυμόταν (ή δεν ήξερε) πως το λένε και πλέον του έμεινε. Τέλος πάντων, παρκάρω εκεί απ' έξω και πάω ποδαράτο μέχρι τη Σόλωνος να βρω τη Μαρία.
(Τελετή έναρξης πορείας. Εδώ βλέπουμε τον Λαμπαδηδρόμο στην Αφή της Φλόγας)

            Έως ότου πούμε δύο κουβέντες για το που θα πάμε κτλ. βλέπουμε να κατεβαίνει τη Σόλωνος η πορεία, που υποτίθεται θα ήταν στο Μοναστηράκι, και μπροστά από τον όχλο, καμιά 30αριά Νίντζα (ή Πόντιοι, δεν ξέρω, όλοι μαύρα με κουκούλες φοράνε) να κάνουν καρατιές, να σπάνε τούβλα με κεφαλιές και ότι αυτοκίνητο και ακίνητο υπήρχε στο δρόμο τους. Κάτσαμε να δούμε με ενδιαφέρον το θέαμα, σαν να πέρναγε παρέλαση, ή το καρναβάλι της Πάτρας αλλά μετά από λίγο σκέφτηκα "Ωραίο είναι το γλέντι σας, δε λέω καλά περνάω, ωραίο είναι το γλέντι σας, μα τώρα λέω να πάω" και λέω στη Μαρία, "Μήπως να πηγαίνουμε σιγά σιγά;" και αρχίζουμε να ανηφορίζουμε προς την πλατεία να δούμε που θα κάτσουμε, λες και η πορεία θα συνέχιζε ευθεία προς Κάνιγγος και δεν μπορούσε ξέρω 'γω, να στρίψει. Πραγματικά ήθελα να ξέρω τι σκεφτόμουν και δεν πήρα το αμαξάκι μου να [μου να (χιούμορ για χαζούς)] φύγω κατευθείαν. Υποθέτω επειδή πήγαινα από μικρός Εξάρχεια (στην αρχή για αγορές δίσκων και αργότερα για εξόδους, επειδή στη γειτονιά μου δεν είχαμε ιδιαίτερη νυκτερινή ζωή και ήταν η αμέσως πιο κοντινή με ωραίο κόσμο και μουσική) είχα συνηθίσει τα μπάχαλα και δεν τα έβλεπα σαν απειλή, αλλά σαν φυσιολογικό γεγονός, όπως όταν πας στο γήπεδο ας πούμε και εκτός από το κλωτσοσκούφι στον αγωνιστικό χώρο, βλέπεις και το κλωτσοσκούφι στην κερκίδα.
"Αλληλεγγύη σημαίνει επίθεση!"

            Μετά από λίγο βρεθήκαμε ψηλά στην Εμμανουήλ Μπενάκη, έξω από τον Οδυσσέα, και σκεφτόμασταν τι να κάνουμε, όταν βλέπω τον μαύρο όχλο της Σόλωνος να ανεβαίνει την Μπενάκη και πίσω του να ανεβαίνουν μαύροι καπνοί. Σκέφτηκα ότι σήματα καπνού από ινδιάνους αποκλείεται να είναι (κι άλλο χαζό χιούμορ;) και επιβεβαιώθηκα όταν εμφανίστηκαν και άλλοι μαύροι νίντζα (βγαίνουν και σε άλλα χρώματα) από την Αραχώβης να κλείνουν το δρόμο με φλεγόμενους κάδους. Τότε σκέφτηκα ότι ίσως ήρθε η ώρα να φεύγω κανονικά από τα Εξάρχεια,  επειδή σε λίγο, εκτός όλων των άλλων, ούτε οι άλλοι θα μπορούσαν να έρθουν, αλλά ούτε κι εμείς να φύγουμε (αργά το σκέφτηκες, όπως όλα τα άλλα στη ζωή) και αρχίζουμε να κατεβαίνουμε προς την Κωλέττη να πάρουμε το αυτοκινητάκι μου, να πάμε σε άλλα μέρη πιο ξενέρωτα για Τρίτη βράδυ.
(Για ένα σουβλάκι ας πούμε. Έχω ακούσει ότι στα "Άγραφα" γίνεται χαμός)

            Όσο πλησιάζαμε στην Κωλέττη τόσο πύκνωναν οι καπνοί και δυνάμωνε ο ήχος της σειρήνας (του πολέμου, όχι της τσόντας). Με το που φτάνουμε, βλέπω στη μέση του δρόμου ένα αναποδογυρισμένο αυτοκίνητο τυλιγμένο στις φλόγες και συνειδητοποιώ ότι ο ήχος που άκουγα δεν ήταν σειρήνας, αλλά κόρνας, και για λίγο νόμιζα ότι υπήρχε άνθρωπος εκεί μέσα που τη χτυπούσε ασταμάτητα (την κόρνα) για να σωθεί (το έχω δει και αυτό). Κατευθυνθήκαμε γρήγορα προς το αμάξι μου, που ήταν παρκαρισμένο δύο αυτοκίνητα πιο κάτω από το φλαμπέ και όταν μπήκα μέσα νόμιζα ότι μπήκα σε φούρνο. Το τιμόνι έκαιγε τόσο, όσο όταν πας Αυγουστιάτικα σε κάποια χαμένη παραλία στη μέση του πουθενά με μηδέν σκιά, με ρίσκο να σου λιώσουν τα λάστιχα και απλά παρατάς το καρούλι σου όπου βρεις κάτω από το λιοπύρι, για να τρέξεις στη φλεγόμενη άμμο προκαλώντας στις πατούσες σου από εγκαύματα τρίτου βαθμού, έως αυτόματη ανάφλεξη, για να τις σβήσεις αμέσως μετά στην παγωμένη θάλασσα, που η πρώτη βουτιά σου προκαλεί από στιγμιαία κρυψορχία, έως ανακοπή καρδιάς (δεν μου αρέσει το καλοκαίρι). Τόσο.
(Το νέο μοντέλο της Σουτζούκι θα λέγεται "Φλαμπέ" και είναι πρώτη επιλογή του Ghost Rider)

            Να μην πολυλογώ, μπαίνω μέσα, βάζω το κλειδί στη μίζα, το γυρνάω και ακούω ένα "χρχρχρχρ", το ξαναγυρνάω και "ινννννν", το ξαναγυρνάω και "...." τίποτα, σιωπή, εντελώς νεκρό! "Δεν το πιστεύω" είπα από μέσα μου, "Γαμώ την τύχη μου, τώρα βρήκε;". Πριν λίγο καιρό μου είχε μείνει από μπαταρία, αλλά την είχα φορτίσει και δεν είχε παρουσιάσει κάποιο πρόβλημα (μάλλον περίμενε την κατάλληλη στιγμή). Τι στον πούτσο έπαθε και ξαναέμεινε τώρα; Κοιτάω τον καθρέφτη και η φωτιά είχε φουντώσει κι άλλο. Είχε πάρει φωτιά και το αμάξι δίπλα από το φλεγόμενο, ένα Σμαρτ, που βρισκόταν πίσω από τον πισινό μου (πάντα γελάγαμε με αυτό στο Δημοτικό). Βγαίνω έξω και επειδή είχα παρκάρει με τη μούρη στην κατηφόρα, κοιτάω την απόσταση από το αμάξι μπροστά μου, μπας και με παίρνει να το βγάλω με "νεκρά" και το τσουλίσω στην κατηφόρα να ξεκινήσει με δευτέρα, αλλά δυστυχώς δεν με έπαιρνε. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα και καθόμασταν να κοιτάμε τη φωτιά που είχε φτάσει μέχρι το μπαλκόνι του πρώτου ορόφου, με τους ένοικους να προσπαθούν να τη σβήσουν ανεπιτυχώς, ώσπου κάνουν την εμφάνισή τους τα ΜΑΤ και κάθονται μαζί μας γύρω από τη φωτιά για να ζεσταθούν, να ψήσουν λουκάνικα και να τραγουδήσουν.
"Λα λα λαλαλαλα στρουμφοτραγουδώ, λα λα λαλαλαλα στρουμφοσ'αγαπώ!"

            Ότι εμπειρίες είχα μέχρι τότε στη ζωή μου από ΜΑΤ και ασφαλίτες ήταν δυσάρεστες. Εριστικοί, προκλητικοί, προσβλητικοί νταήδες χωρίς κανένα λόγο και αφορμή, εκτός της επίδειξης εξουσίας. Ανάλογη συμπεριφορά έχω συναντήσει μόνο στο στρατό από εκπαιδευτές προς εκπαιδευόμενους και μπορώ να την εκλογικεύσω μόνο με καταπιεσμένες σαδομαζοχιστικές ομοφυλικές τάσεις. Όχι ότι υπάρχει κάτι κακό στις ομοφυλικές σαδομαζοχιστικές τάσεις, αλλά υπάρχει στις καταπιεσμένες.

(Μονάδες Αποκατάστασης Σεξουαλικής Κατεύθυνσης)

            Τα ΜΑΤ που λέτε, έχουν γεμίσει το στενό, αλλά δεν κάνουν τίποτα, κάθονται και κοιτάνε. Σε κάποια φάση, ενώ κοιτούσα κι εγώ με τη σειρά μου, έναν μπάτσο που είχε πέσει στα τέσσερα για να πιάσει κάτι που του είχε πέσει κάτω από ένα αμάξι, ακούω από πίσω μου μία απαλή και ευγενική φωνή να μου λέει "Με συγχωρείτε, μήπως μπορείτε να κάνετε λίγο στην άκρη;". Γυρνάω να δω ποιος μου μιλάει και βλέπω το "Βουνό" από το GOT ντυμένο μπάτσο, τον Γκοτζίλα Ρόμποκοπ, έναν θεόρατο Ματατζή που θα μπορούσε να κάνει πρωταθλητισμό στο υβρίδιο άθλημα Σούμο Μπάσκετ. Κοιτάζω τη φάτσα του και σε συνδιασμό με τη φωνή του, μου θύμισε το γιγαντιαίο μωρό από το "Αγάπη μου συρρίκωσα τα παιδιά Νο2" και σκέφτηκα ότι με την αθωότητα ενός μικρού παιδιού, θα μπορούσε με μία διαταγή του αρχηγού του, να μου ανοίξει το κεφάλι στα δύο χωρίς δεύτερη σκέψη και έκανα αμέσως στην άκρη να περάσει το παιδί, να πάει στον μπαμπά του.
(Αυτό με ελεφαντίαση)

            Η Μαρία μίλαγε στο τηλέφωνο. Πήρε την πυροσβεστική για να της πουν, ότι δεν μπορούν να μπουν στα Εξάρχεια επειδή δεν τους δίνει άδεια η Αστυνομία. Πήρε κάποια από τα παιδιά τηλέφωνο, και κάποια από τα παιδιά πήραν τη Μαρία, για να μας πουν και να τους πούμε, ότι δεν μπορούν να μπουν στα Εξάρχεια και ότι εμείς δεν μπορούμε να βγούμε. Εντωμεταξύ το Σμαρτ είχε καεί ολοσχερώς και είχε αρχίσει να παίρνει φωτιά ο κώλος του πισινού μου και μαζί του και ο δικός μου (ο ωραίος, όχι του αυτοκινήτου) και κάπου εκεί έχω αρχίσει να σκέφτομαι ότι ίσως ήρθε η ώρα να αποχαιρετίσω το κουβαδάκι μου, το ρομποτάκι μου, το μπρικάκι μου, που είχα υιοθετήσει πριν 13 ολόκληρα χρόνια και ήταν δίπλα μου σε λύπες και χαρές, που είχαμε τόσες αναμνήσεις μαζί και δεν με είχε προδώσει ποτέ, όσο και να το ταλαιπωρούσα. Το άφηνα νηστικό, άπλυτο, άρρωστο και το ανέβαζα σε γκρέμια φορτωμένο σαν το γαϊδούρι. Θυμάμαι μία φορά, που του φόρτωσα ολόκληρη την μπάντα μου, μαζί με τον εξοπλισμό της, για να πάμε αυθημερόν στη Θεσσαλονίκη, να παίξουμε και να γυρίσουμε το ίδιο βράδυ. Είδα όλη του τη ζωή, να περνάει μπροστά από τα μάτια μου. Το είχαν παραβιάσει τρεις, τέσσερις φορές και μπορεί οι λαμαρίνες του να λύγιζαν, το πνεύμα του όμως ποτέ. Είχε τρακάρει άλλες τόσες αλλά δεν μάσησε, σηκώθηκε, έφυγε και ούτε συνεργείο δεν πήγε. Τώρα κινδύνευε να καεί ζωντανό (;). Δεν νομίζω να επιβίωνε τη φωτιά, εκτός αν ήταν ο Τ1000 και μπορούσε να γίνει από στερεό μέταλλο, υγρό και μετά στερεό ξανά.
(O T1000)

            Δεν θυμάμαι ποιανού ιδέα ήταν, δική μου ή της Μαρίας, να πάρουμε τηλέφωνο την Οδική Βοήθεια, αλλά ήταν από τις έξυπνες (δηλαδή σπάνιες). Παίρνω τηλέφωνο λοιπόν και σαν να μην τρέχει τίποτα, τους λέω "Να μωρέ, έμεινα από μπαταρία Κωλέττη και Θεμιστοκλέους, μπορείτε να στείλετε κάποιον;", "Ναι" μου λένε. "Καλά" λέω από μέσα μου, "Σιγά μην έρθει κανείς" και εκείνη την ώρα, ένας ένοικος της πολυκατοικίας, σπάει το παράθυρο του αυτοκινήτου που είχε πάρει φωτιά ο κώλος του και βρισκόταν μπροστά από το Σμαρτ και πίσω από το δικό μου, λύνει το χειρόφρενο και καταφέρνει να το βγάλει λίγο στο δρόμο, να το απομακρύνει από το Σμαρτ και να το σώσει από την πυρά, αυτό και όλα τα άλλα που θα έπαιρναν φωτιά, με πρώτο στη σειρά το δικό μου. Όχι ότι απέφυγε εντελώς τον κίνδυνο αν δεν έσβηνε άμεσα η φωτιά, που δεν έβλεπα με ποιον τρόπο θα γινόταν αυτό, μιας και όλοι περιμέναν να σβήσει μόνη της επειδή δεν θα έχει τι άλλο να κάψει.

(Το αυτοκίνητό μου είναι λίγο μετά από αυτό που καίγεται στα αριστερά)

            Και κάπου εκεί, ζαλισμένος από τις αναθυμιάσεις, ιδρωμένος από τη ζέστη και το άγχος, βλέπω κάτι να ξεπροβάλλει πίσω από τις φωτιές και τους καπνούς. Έναν ιππότη καβάλα σε ένα άλογο; Ένα βάρβαρο καβάλα σε ένα δράκο; Μία αμαζόνα καβάλα σε ....μία αμαζόνα (οι αναθυμιάσεις); Μην πιστεύοντας τι βλέπω, σκουπίζω τα μάτια μου από το κάρβουνο να δω καλύτερα και στη θέση της νεράιδας πάνω στο μονόκερο, βλέπω τον τύπο της οδικής βοήθειας με τη μηχανή του, να κάθεται και να κοιτάει αποσβολωμένος το μεταλλικό μπάρμπεκιου που εξελίσεται μπροστά του και να ετοιμάζεται να "στρίψει", επειδή μάλλον τα πυρομένα σίδερα, δεν είναι μέρος της ισσοροπημένης διατροφής του.

"Ναι γεια σας, από την Εξπρές Σέρβις είμαι"

            Ανεβαίνω γρήγορα την Κωλέττη (εγώ ήμουν στη μεριά της Θεμιστοκλέους, ενώ αυτός στην Μπενάκη), κάνοντάς του νόημα, ελπίζοντας ότι δεν θα κάνει τα στραβά μάτια και του λέω "Έχω μείνει από μπαταρία εδώ πιο κάτω, μετά το φουμέντο, μπορείς να τη φορτίσεις δύο λεπτά;". Δεν ξέρω τι παίζει να σκέφτηκε ο άνθρωπος (όχι κάτι καλό), αλλά με κοίταγε χωρίς να μιλάει και άρχισε να κατεβαίνει προσεκτικά την Μπενάκη και να κατευθύνεται προς το κάρο μου κι εγώ να συμπεριφέρομαι σαν μην συμβαίνει τίποτα το περίεργο και ότι όλα είναι καλά, μην τον τρομάξω και μου φύγει, και συγχρόνως τα ΜΑΤ και οι κάτοικοι να με κοιτάζουν με ύφος "Μα καλά; Πόσο γκαντέμης είσαι;", νομίζω κάποιος το είπε κιόλας.
"Να, εδώ πιο κάτω μωρέ"

            Μπαίνω πάλι μέσα στο αμάξι να ανοίξω το καπό και νόμιζα ότι το τιμόνι θα λιώσει στα χέρια μου, δεν μπορούσα να ακουμπήσω πουθενά! Ανοίγω το καπό, συνδέει ο τύπος τα καλώδια, πάω να βάλω μπροστά και ....τίποτα! Ξαναπροσπαθούμε, πάλι τίποτα και μου λέει το εξής απογοητευτικό, "Δεν έχεις μείνει από μπαταρία, από μίζα έχεις μείνει. Δεν μπορεί να γίνει κάτι". Μαύρα σύννεφα άρχισαν να μαζεύονται στον ουρανό, οι καμπάνες να κτυπούν πένθιμα, η Γη να ανοίγει κάτω από τα πόδια μου και τα χέρια των κακών νεκρών να με τραβάνε στην Κόλαση.
(Welcome to Silent Hill)

            Αμέσως μετά όμως, ένα φως έσπασε το σκοτάδι που βυθιζόμουν. Το φως από τη λάμπα που άναψε πάνω από το κεφάλι του Οδική Βοήθεια, επειδή είχε τη φαεινή ιδέα που είχα κι εγώ στην αρχή της συμφοράς, αλλά όχι τα εργατικά χέρια για να την υλοποιήσω. Ότι δηλαδή το αμάξι αν έφευγε στην κατηφόρα, θα μπορούσε να πάρει μπροστά, αλλά πως θα γινόταν αυτό όταν με έκλεινε ο μπροστινός; Όπότε, μπαίνω πάλι στο αμάξι που πλέον είχε γίνει χύτρα ταχύτητας και λέει ο τύπος στα ΜΑΤ "Ρε παιδιά; Δώστε μία να το σπρώξουμε προς τα πίσω στην ανηφόρα" και ξαφνικά έρχεται μία διμοιρία ΜΑΤ και αρχίζει να σπρώχνει το αμάξι. Το κόβω όλο δεξιά να ξεπαρκάρω και μετά όλο αριστερά να το ισιώσω και συνεχίζουν να το σπρώχνουν για να πάρει ύψος (λίγο ακόμα και θα με έριχναν στη φωτιά) και είμαι τώρα εγώ μέσα στο αμάξι και βλέπω μπροστά μου, στο καπό και στα φτερά, τους Ματατζήδες να σπρώχνουν και να προσπαθώ να επεξεργαστώ την εικόνα (μία από τις πολλές που έπρεπε να έχω καταγράψει με Dash Cam). Όταν φτάσαμε σε σημείο που το αμάξι μπορούσε να πάρει αρκετή φόρα, τραβάω χειρόφρενο, το αφήνουν, αφήνω κι εγώ το χειρόφρενο, φεύγω στην κατηφόρα και μετά από λίγο βάζω δευτέρα, γυρνάω τη μίζα και "βρουβρούμ" παίρνει το καρούλι μου μπροστά με το που φτάνω στη Θεμιστοκλέους και βλέπω να έρχεται το Πυροσβεστικό! Τώρα ήρθατε που φεύγω εγώ; Τώρα σχόλασε το πάρτι. Σταματάω, ευχαριστώ τον άνθρωπο, τα ΜΑΤ όχι, παίρνω τη Μαρία και φεύγω αφήνωντας πίσω μου συντρίμια, χαμογελώντας και προσπαθώντας να χωνέψω πως στο Διάολο είχε αίσιο τέλος αυτή η ιστορία, που θα μπορούσε να είναι διαφήμιση για την Εξπρές Σέρβις. Μετά βρεθήκαμε με τα παιδιά για τσίπουρα, να τους λέμε την ιστορία και να μην μας πιστεύουν.

            Τώρα το αυτοκινητάκι μου κάθεται και σαπίζει αραγμένο σε μία γωνιά και στεναχωριέμαι. Ίσως έρθουν πάλι καλές ημέρες που θα το βρουν να τρέχει ελεύθερο στο δρόμο, με τον αέρα να ανεμίζει τα μακριά του μαλλιά. Ίσως και όχι. Ίσως θα ήταν καλύτερα να καιγόταν τότε, όρθιο, να έπεφτε στον πόλεμο με αξιοπρέπεια παρά να σκουριάζει σε ένα βρώμικο στενό, να του κατουράνε τις ρόδες αδέσποτα γατιά, σκυλιά, και ότι άλλο κυκλοφορεί τα βράδια στους δρόμους της Αθήνας.

(Περικεφαλαία ΜΑΤ για μωρά)

"It's better to burn out, than it is to rust"
Read More »